- καρδιοπαθής
- -έςαυτός που πάσχει από καρδιακή νόσο, ο καρδιακός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)-* + -παθής (< πάθος), πρβλ. μελεο-παθής, πολυ-παθής. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiopath υποχωρητ. παρ. τής λ. cardiopathy (πρβλ. καρδιοπάθεια). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.